Εργαζόμενη μνήμη: το δυναμικό μέρος της μνήμης μας

Τι είναι η μνήμη;

Η μνήμη ορίζεται ως η γνωστική λειτουργία κωδικοποίησης (οπτική, ακουστική, λεκτική και σημασιολογική) και αποθήκευσης με οργανωμένο τρόπο στον εγκέφαλο των πληροφοριών-εμπειριών του ατόμου με σκοπό την εύκολη μελλοντική ανάσυρση και χρησιμοποίησή τους. Συνεπώς, η ανάπτυξη της μνήμης είναι σημαντική, καθώς η μνήμη αποτελεί τη βάση για κάθε γνωστική λειτουργία της σκέψης και της μάθησης (Τσομπανίδης, 2004)

Το «Μοντέλο Μνήμης» των Atkinson & Schiffrin

Σύμφωνα με το «Μοντέλο Μνήμης» που διατύπωσαν οι Atkinson & Schiffrin (Shaffer, 2008), η εισροή των πληροφοριών λαμβάνει χώρα μέσα από μια σειρά ανεξάρτητων, αλλά αλληλοσυνδεόμενων μονάδων επεξεργασίας ή αποθηκευτικών χώρων, της αισθητηριακής, της εργαζόμενης και της μακρόχρονης μνήμης.  Αναλυτικότερα, τα ακατέργαστα περιβαλλοντικά εισερχόμενα δεδομένα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας συγκρατούνται στην αισθητηριακή μνήμη (Παπαθεοδωρόπουλος, 2015· Shaffer, 2008). Εκεί μεγάλες ποσότητες πληροφοριών καταγράφονται σε διαφορετικούς αισθητηριακούς καταγραφείς, αλλά για μικρά χρονικά διαστήματα. Έπειτα, μέσω της προσοχής τα δεδομένα μεταβαίνουν στη βραχυπρόθεσμη μνήμη αποθήκευσης (μέρος της εργαζόμενης μνήμης), όπου μπορεί να συγκρατηθεί μια περιορισμένη ποσότητα πληροφοριών για μερικά δευτερόλεπτα (15-30), οι οποίες επεξεργάζονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια. Στο τελευταίο στάδιο, οι επεξεργασμένες πληροφορίες μεταβιβάζονται στη μακροπρόθεσμη μνήμη αποθήκευσης που αποτελεί μια σχετικά μόνιμη αποθήκη γνώσης και στρατηγικών επεξεργασίας αποθηκευμένων πληροφοριών από προγενέστερες εμπειρίες. Από την μακροπρόθεσμη μνήμη ανακαλούμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε μεταφέροντάς τες στη βραχυπρόθεσμη/εργαζόμενη μνήμη με σκοπό την επεξεργασία και την ολοκλήρωση ενός τρέχοντος έργου (Baddeley, 1996· Shaffer, 2008).

Η σημασία της εργαζόμενης μνήμης

Ο ρόλος της εργαζόμενης μνήμης είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς εκεί πραγματοποιείται όλη η συνειδητή νοητική δραστηριότητα με άξονα δύο βασικές λειτουργίες της, την προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών και τη χρήση αυτών στη συνέχεια. Έτσι, μέσω αυτής πραγματοποιείται η σύνδεση των πληροφοριών που οδηγεί στον μετασχηματισμό και την αναβάθμισή τους (Αϊδίνης, 2012· Shaffer, 2008).

Εργαζόμενη μνήμη και μαθησιακές δυσκολίες

Αποδεδειγμένα η ικανότητα της συγκράτησης πληροφοριών στην εργαζόμενη μνήμη είναι ιδιαίτερα σημαντική μέσα στη σχολική τάξη, καθώς μία περιορισμένη εργαζόμενη μνήμη μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επίδοση του παιδιού σε διάφορα γνωστικά έργα (ανάγνωση, αριθμητική, φυσική κ.ά.) (Gathercole, Lamont, & Alloway, 2006). Μαθητές με χαμηλή εργαζόμενη μνήμη δυσκολεύονται κατά την ολοκλήρωση των σχολικών τους δραστηριοτήτων, καθώς έχουν χάσει από τη μνήμη τους τις απαραίτητες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η πρόοδός τους. Επίσης, οι μαθητές αυτοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μακροσκελείς οδηγίες, γεγονός που τους εμποδίζει να παρακολουθήσουν τον ρυθμό της τάξης (Παντελιάδου, 2011). Έτσι, τα ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη επηρεάζουν τη σχολική τους επίδοση και κατ’ επέκταση την ψυχοκοινωνική τους προσαρμογή (Πολυχρόνη, 2011).

Μάλιστα, πορίσματα σύγχρονων ερευνών από το επιστημονικό πεδίο των μαθησιακών δυσκολιών υπογραμμίζουν πως τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα προβλήματα στον μνημονικό μηχανισμό των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες φαίνεται να αφορούν την εργαζόμενη μνήμη τόσο κατά την παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή (Αϊδίνης, 2012· Παντελιάδου, 2011). Τα ελλείμματα της εργαζόμενης μνήμης αντικατοπτρίζουν προβλήματα στο εκτελεστικό σύστημα και αφορούν την επιλεκτική προσοχή τόσο για οπτικά όσο και γλωσσικά ερεθίσματα, καθώς και την παρακολούθηση της ίδιας της εργαζόμενης μνήμης (Παντελιάδου, 2011). Ειδικότερα, οι δυσκολίες αυτές γίνονται ορατές στην ακολουθία ανάκλησης φωνημάτων, γραμμάτων, πραγματικών λέξεων και ψευδολέξεων, ενώ τα προβλήματα στην εκτελεστική επεξεργασία ανάκλησης αφορούν κυρίως την παρακολούθηση της πορείας.

 

Τα αίτια των δυσκολιών των μαθητών με χαμηλή εργαζόμενη μνήμη

Τα ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη των μαθητών οφείλονται στην αδυναμία κωδικοποίησης της πληροφορίας με τρόπο τέτοιο ώστε αυτή να αποθηκευτεί αποτελεσματικά (Παντελιάδου, 2011). Ωστόσο, είναι πιθανό αυτά να συνδέονται και με μειωμένα κίνητρα που έχουν οι εν λόγω μαθητές για μια τόσο απαιτητική νοητική προσπάθεια (Πολυχρόνη, 2011).

Αντιμετώπιση των ελλειμμάτων εργαζόμενης μνήμης

Η ενίσχυση της εργαζόμενης μνήμης κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική και μπορεί να επιτευχθεί μειώνοντας τον φόρτο εργασίας της μνήμης και κατ’ επέκταση την προσπάθεια που καταβάλλει το άτομο για να ανταπεξέλθει στο εκάστοτε γνωστικό έργο. Ενδεικτικοί τρόποι αντιμετώπισης των δυσκολιών εργαζόμενης μνήμης των μαθητών είναι οι ακόλουθοι:

  • μείωση του συνολικού υλικού που πρέπει να συγκρατήσει ο μαθητής,
  • παροχή σαφούς και κατανοητού προς συγκράτηση υλικού (χρήση απλής και κατανοητής γλώσσας),
  • απλοποίηση λεκτικών πληροφοριών (αποφυγή σύνθετων συντακτικών δομών, όπως πολλές παρεμβαλλόμενες δευτερεύουσες),
  • επιμερισμός δραστηριοτήτων σε βήματα σε συνδυασμό με τη διδασκαλία τεχνικών απομνημόνευσης αυτών (π.χ. χρήση ακρωνυμίων) και έλεγχος της κατανόησης του εκάστοτε βήματος πριν την ανεξάρτητη τέλεσή τους από τον μαθητή,
  • χρήση εξωτερικών μνημονικών βοηθημάτων (π.χ. χρήση καρτών και πινάκων),
  • τήρηση σημειώσεων/διαγραμμάτων
  • και ανάπτυξη της μεταμνήμης, της γνώσης δηλαδή που έχει κάποιος για τη μνήμη και τις διεργασίες της, ώστε ο μαθητής να αντιλαμβάνεται πώς ή γιατί οι μνημονικές στρατηγικές λειτουργούν, αποβλέποντας στην αποτελεσματική χρήση τους (Shaffer, 2008· Τσομπανίδης, 2004).

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Αϊδίνης, Α. (2012). Γραμματισμός στην Πρώτη Σχολική Ηλικία. Αθήνα: Gutenberg.

Baddeley, A. (1996). Exploring the Central Executive. The Quarterly Journal of    Experimental Psychology Section A, 49(1), 5-28. doi:10.1080/713755608 

Gathercole, S. E., Lamont, E., & Alloway, T. P. (2006). Working memory in the    classroom. In: S. Pickering, & G. Phye (Eds.), Working memory and education   (pp. 219-240). US: Academic Press.

Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές Δυσκολίες και Εκπαιδευτική Πράξη: Τι και     Γιατί. Αθήνα: Πεδίο.

Παπαθεοδωρόπουλος, Κ. (2015). Έννοιες στην επιστήμη της μνήμης. [ηλεκτρ. βιβλ.]         Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο:      http://hdl.handle.net/11419/3257

Πολυχρόνη, Φ. (2011). Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Αθήνα: Πεδίο

Shaffer, D. R. (2008). Εξελικτική Ψυχολογία. Παιδική ηλικία και εφηβεία (μτφ. Μ.  Αντωνοπούλου). Αθήνα: Ίων. (έτος έκδοσης πρωτοτύπου 1999)

Τσομπανίδης, Γ. Ν. (2004). Στρατηγικές Μελέτης: Βοηθώντας τους Μαθητές με και            χωρίς Μαθησιακές Δυσκολίες να Μελετούν Αποδοτικά. Αθήνα: Ατραπός.

 

Συντάκτης κειμένου: Μαρία Καρβούνη – Φιλόλογος/Ειδική Παιδαγωγός

«Λόγος & Γραφή» (Αχαρνές)
Κέντρο Επικοινωνίας, Λόγου,
Ανάγνωσης & Γραφής