
Σκοπός της ειδικής εκπαίδευσης είναι να προετοιμάσει το παιδί να συμμετάσχει όσο το δυνατόν περισσότερο σε όλα τα επίπεδα δράσης της κοινωνίας, δηλαδή πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά, αποκτώντας γνώσεις, εμπειρίες και στάσεις, αναπτύσσοντας ικανότητες και δεξιότητες σε διάφορους τομείς της ζωής του και καταστώντας εφικτή και ομαλή τη μετάβαση του παιδιού από το σχολείο και το σπίτι στη ζωή του ενήλικα και στην ενεργό ζωή, με πλήρη ή μερική αυτονομία.
Σημαντικός, φυσικά, εδώ είναι ο ρόλος του ειδικού παιδαγωγού, ο οποίος ασχολείται με την αντιμετώπιση των Μαθησιακών Δυσκολιών των μαθητών, όπως για παράδειγμα οι δυσκολίες στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά, δυσκολίες που έχουν αρνητικές προεκτάσεις στη σχολική επίδοση και την εν γένει ψυχολογική τους κατάσταση, αφού συχνά, εκτός από τη χαμηλή βαθμολογία, οι μαθητές αυτοί παρουσιάζουν άγχος κι έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Ο ειδικός παιδαγωγός λοιπόν, καλείται να σχεδιάσει εξατομικευμένα προγράμματα διδασκαλίας, θέτει αντίστοιχους σκοπούς και στόχους, και αναπτύσσει ενδεδειγμένες στρατηγικές διδασκαλίας, έχοντας όμως πάντα στο επίκεντρο του έργου του τις ιδιαίτερες δυνατότητες, καθώς και τα ατομικά ενδιαφέροντα και ανάγκες κάθε μαθητή ξεχωριστά. Μετά την πρώτη εφαρμογή του εξατομικευμένου προγράμματος, σε τακτά χρονικά διαστήματα εφαρμόζεται αξιολόγηση και αναπροσαρμόζονται οι στόχοι και οι σκοποί, ανάλογα με την πρόοδο κάθε μαθητή. Κι όλα αυτά υλοποιούνται πάντα σε συνεργασία με την υπόλοιπη επιστημονική ομάδα του κέντρου (λογοθεραπευτής, εργοθεραπευτής, ψυχολόγος), προκειμένου να επιτευχθεί μια ολόπλευρη εξέλιξη του παιδιού.
Σε όλη αυτή τη προσπάθεια σημαντικοί συνοδοιπόροι και συνεργάτες είναι οι γονείς των παιδιών, με τη βοήθεια των οποίων οι στόχοι που επιτυγχάνονται στο κέντρο δεν είναι εφήμεροι, αλλά βρίσκουν εφαρμογή και στους υπόλοιπους χώρους δράσης του παιδιού, που είναι το σπίτι και το σχολείο.