Διερεύνηση μαθησιακών δυσκολιών

Τις περισσότερες φορές που φτάνει στο γραφείο μας ένα παιδί για διερεύνηση μαθησιακών δυσκολιών, η οικογένεια έχει να αφηγηθεί πολλές και δύσκολες ώρες μελέτης στο σπίτι. Η μητέρα –που συνήθως αναλαμβάνει το ρόλο της ‘δασκάλας κατ’ οίκον’- περιγράφει έντονες σκηνές, κατά τις οποίες καταλήγει να μιλά απότομα στο παιδί και να το χαρακτηρίζει με τρόπο δυσανάλογο της συναισθηματικής σχέσης που έχει χτίσει μαζί του. Οι σκηνές αυτές ολοκληρώνονται με αισθήματα ενοχής και θλίψης για εκείνη, με αισθήματα ματαίωσης και απογοήτευσης για το παιδί. Ο πατέρας – είτε είναι παρών στις σκηνές, είτε εισπράττει τον απόηχό τους επιστρέφοντας σπίτι- ενοχοποιεί τη σύζυγό του για την απουσία υπομονής και την επιθετική της συμπεριφορά. Ωστόσο, αν αποφασίσει να βοηθήσει εκείνος το παιδί, υιοθετεί αντίστοιχη στάση απέναντί του.
‘Είτε είναι τεμπέλης, είτε δεν παίρνει τα γράμματα’.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι το ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο: γονείς φροντιστικοί, που νοιάζονται για το παιδί και αφιερώνουν ώρες από τον ελεύθερο χρόνο τους καταντούν επιθετικοί και συμβάλλουν στη διαμόρφωση αισθημάτων αποτυχίας και κατ’ επέκταση, χαμηλής αυτοεκτίμησης. Όμως εδώ είναι που χάνεται ο βασικός γονεικός ρόλος που συνίσταται στην ενθάρρυνση, στην ενίσχυση των δεξιοτήτων και στην αποδοχή της προσωπικότητας του παιδιού, των δυνατών, αλλά και των αδύνατων σημείων του. Ως ενήλικες, τα παιδιά δε θυμούνται τα (ατέλειωτα πολλές φορές) κηρύγματα των γονέων τους, ούτε τους κανόνες ορθογραφίας που τους έμαθαν, αλλά το πώς έπεφτε το βλέμμα τους πάνω τους: εισέπρατταν ενθάρρυνση και αποδοχή ή απόρριψη και απογοήτευση, αγάπη, υπερηφάνεια κι εμπιστοσύνη ή αυταρχικότητα και ντροπή; Το βλέμμα αυτό είναι που διαμορφώνει ή διαστρεβλώνει την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση των μετέπειτα ενηλίκων. Τα στοιχεία αυτά όμως είναι απαραίτητα για πρόοδο και ανάπτυξη, τόσο σε συναισθηματικό, όσο σε διαπροσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο.

Ο ρόλος των γονέων είναι περισσότερο να οργανώσουν τη μελέτη στο σπίτι, ώστε αν είναι δυνατό να αποτελεί μέρος της ρουτίνας του παιδιού. Δηλαδή, να υπάρχει σταθερός χώρος, χρόνος, και διάρκεια μελέτης. Από την άλλη, επιδιώκουμε την αυτονόμηση των μαθητών, ακόμα κι αν αυτό μειώσει την επίδοσή τους. Οι γονείς πρέπει να στηρίζουν τη διαδικασία της μελέτης σε επίπεδο να λύνουν απορίες ή να βοηθούν το παιδί στην εμπέδωση. Δεν ξεχνάμε την ενθάρρυνση των παιδιών και την επιβράβευση της προσπάθειας, όχι απαραίτητα του αποτελέσματος. Η συζήτηση, ακόμα και με παιδιά που φαίνονται εσωστρεφή είναι απαραίτητη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του παιδιού, αλλά και για τα συναισθήματά του και τον τρόπο που χειρίζεται τα βιώματά του. Τέλος, προτείνεται στους γονείς να μην παραλείπουν να ενσωματώνουν στη ζωή τους περιστάσεις ψυχαγωγίας και ξεκούρασης, που έχουν ανάγκη όχι μόνο οι μικροί μαθητές, αλλά και οι ίδιοι, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτητικές συνθήκες διαβίωσης και στο κλίμα της εποχής.

Η έγκαιρη διάγνωση μαθησιακών και αναπτυξιακών διαταραχών συντελεί στην ενημέρωση της οικογένειας για τη φύση και την έκταση των δυσκολιών, αλλά και για τις δεξιότητες των παιδιών. Όταν η οικογένεια παραδεχτεί αρχικά κι έπειτα αποδεχτεί τη δυσκολία , είναι σημαντικό να ζητά την αρωγή του εκπαιδευτικού κι αν αυτό κρίνεται απαραίτητο να απευθύνεται σε ειδικό. Η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών υλοποιείται από εξειδικευμένους επιστήμονες ψυχικής υγείας.